ἀποκρουστικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀποκρουστικός < ἀποκρούω
Επίθετο
ἀποκρουστικός
- ο ικανός να αποκρούσει
- ἀποκρουστικαί δυνάμεις
- (αστρονομία) φθίνων
- ἀποκρουστική σελήνη (η φθίνουσα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.