αηδιαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αηδιαστικός η αηδιαστική το αηδιαστικό
      γενική του αηδιαστικού της αηδιαστικής του αηδιαστικού
    αιτιατική τον αηδιαστικό την αηδιαστική το αηδιαστικό
     κλητική αηδιαστικέ αηδιαστική αηδιαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αηδιαστικοί οι αηδιαστικές τα αηδιαστικά
      γενική των αηδιαστικών των αηδιαστικών των αηδιαστικών
    αιτιατική τους αηδιαστικούς τις αηδιαστικές τα αηδιαστικά
     κλητική αηδιαστικοί αηδιαστικές αηδιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αηδιαστικός < (αηδιάζω) αοριστικό θέμα αηδιασ- + -τικός[1] (μαρτυρείται από το 1886)[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.i.ði.a.stiˈkos/

Επίθετο

αηδιαστικός, -ή, -ό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αηδιαστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.