αποκλειστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποκλειστικός | η | αποκλειστική | το | αποκλειστικό |
| γενική | του | αποκλειστικού | της | αποκλειστικής | του | αποκλειστικού |
| αιτιατική | τον | αποκλειστικό | την | αποκλειστική | το | αποκλειστικό |
| κλητική | αποκλειστικέ | αποκλειστική | αποκλειστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποκλειστικοί | οι | αποκλειστικές | τα | αποκλειστικά |
| γενική | των | αποκλειστικών | των | αποκλειστικών | των | αποκλειστικών |
| αιτιατική | τους | αποκλειστικούς | τις | αποκλειστικές | τα | αποκλειστικά |
| κλητική | αποκλειστικοί | αποκλειστικές | αποκλειστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποκλειστικός < αποκλείω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική exclusif)
Επίθετο
αποκλειστικός, -ή, -ό
- που αποκλείει κάτι άλλο και ανήκει σε έναν μόνο
- (πληροφορική) dedicated: σύστημα, υπολογιστής κατάλληλα διασκευασμένος που χρησιμοποιείται για ειδικό σκοπό
- (τηλεπικοινωνίες) βλ. αποκλειστική ζεύξη, αποκλειστική γραμμή
Συγγενικά
- αποκλειστικά
- αποκλειστικοποιώ
- αποκλειστικότητα
- αποκλειστικώς
- → δείτε τις λέξεις αποκλείω και κλείνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.