αποκλειστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποκλειστικός η αποκλειστική το αποκλειστικό
      γενική του αποκλειστικού της αποκλειστικής του αποκλειστικού
    αιτιατική τον αποκλειστικό την αποκλειστική το αποκλειστικό
     κλητική αποκλειστικέ αποκλειστική αποκλειστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποκλειστικοί οι αποκλειστικές τα αποκλειστικά
      γενική των αποκλειστικών των αποκλειστικών των αποκλειστικών
    αιτιατική τους αποκλειστικούς τις αποκλειστικές τα αποκλειστικά
     κλητική αποκλειστικοί αποκλειστικές αποκλειστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποκλειστικός < αποκλείω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική exclusif)

Επίθετο

αποκλειστικός, -ή, -ό

  1. που αποκλείει κάτι άλλο και ανήκει σε έναν μόνο
  2. (πληροφορική) dedicated: σύστημα, υπολογιστής κατάλληλα διασκευασμένος που χρησιμοποιείται για ειδικό σκοπό
  3. (τηλεπικοινωνίες) βλ. αποκλειστική ζεύξη, αποκλειστική γραμμή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.