αποκλειστική γραμμή
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποκλειστική γραμμή < → δείτε τις λέξεις αποκλειστικός και γραμμή < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dedicated line
Πολυλεκτικός όρος
αποκλειστική γραμμή (el)
- (τηλεπικοινωνίες) dedicated line: η ζεύξη που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την επικοινωνία δύο τηλεπικοινωνιακών κόμβων (nodes)
Συνώνυμα
Υπερώνυμα
Μεταφράσεις
αποκλειστική γραμμή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.