παραβίαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παραβίαση | οι | παραβιάσεις |
| γενική | της | παραβίασης* | των | παραβιάσεων |
| αιτιατική | την | παραβίαση | τις | παραβιάσεις |
| κλητική | παραβίαση | παραβιάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, παραβιάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈvi.a.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐βί‐α‐ση
Ουσιαστικό
παραβίαση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρήματος παραβιάζω
- ενέργεια που αντιβαίνει σε νόμο, κανονισμό, συνθήκη
- η ενέργεια αυτή συνιστά κατάφωρη παραβίαση των εργασιακών δικαιωμάτων
- → δείτε τις λέξεις καταστρατήγηση, παράβαση και αθέτηση
- η ενέργεια αυτή συνιστά κατάφωρη παραβίαση των εργασιακών δικαιωμάτων
- βίαιη παράνομη είσοδος σε ένα χώρο
- η παραβίαση του εθνικού εναέριου χώρου από τουρκικά αεροσκάφη
- Η αστυνομία βρήκε ίχνη παραβίασης στην μπαλκονόπορτα. Από εκεί θα μπήκαν οι κλέφτες.
- ενέργεια που αντιβαίνει σε νόμο, κανονισμό, συνθήκη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.