μποϊκοτάζ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μποϊκοτάζ < γαλλική boycottage < αγγλική boycott < Boycott
- Η λέξη προέκυψε από τον Άγγλο γαιοκτήμονα Charles Cunningham Boycott, ο οποίος ενοικίαζε γη στην Ιρλανδία και το 1880 αποκλείστηκε από την κοινωνία, όταν αρνήθηκε να μειώσει τα μισθωτήρια και οι καλλιεργητές αρνήθηκαν να εργαστούν για αυτόν
Προφορά
- ΔΦΑ : /bo.i.koˈtaz/
Ουσιαστικό
μποϊκοτάζ ουδέτερο άκλιτο
- (οικονομία) οικονομικός αποκλεισμός ενός ατόμου, μιας εταιρείας ή μιας χώρας ως μορφή διαμαρτυρίας, αποδοκιμασίας κι εναντίωσης στη συμπεριφορά ή τις θέσεις τους
- Την επιβολή μποϊκοτάζ στα γερμανικά και ολλανδικά προϊόντα ζητεί από τους Έλληνες καταναλωτές το Ινστιτούτο Καταναλωτή της χώρας, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη στάση των δύο κυβερνήσεων έναντι της κρίσης χρέους στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΚΑ, το 2010 οι εισαγωγές γερμανικών προϊόντων στη χώρα ανήλθαν σε 6 δισ. ευρώ. (*)
- (κατ’ επέκταση) άρνηση συμμετοχής σε μία διαδικασία, προκειμένου να ματαιωθεί ή να ασκηθεί πίεση
- οι Αμερικανοί έκαναν μποϊκοτάζ στους Ολυμπιακούς της Μόσχας
Συγγενικά
- μποϊκοτάρισμα (μποϋκοτάρισμα)
- μποϊκοταρισμένος (μποϋκοταρισμένος)
- μποϊκοτάρω (μποϋκοτάρω)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.