αποκεφαλισθείς

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.ce.fa.liˈsθis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποκεφαλισθείς
παρώνυμο: αποκεφαλιστείς

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποκεφαλισθείς
& αποκεφαλισθέντας
η αποκεφαλισθείσα το αποκεφαλισθέν
      γενική του αποκεφαλισθέντος
& αποκεφαλισθέντα
της αποκεφαλισθείσας
& αποκεφαλισθείσης*
του αποκεφαλισθέντος
    αιτιατική τον αποκεφαλισθέντα την αποκεφαλισθείσα το αποκεφαλισθέν
     κλητική αποκεφαλισθείς
& αποκεφαλισθέντα
αποκεφαλισθείσα αποκεφαλισθέν
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποκεφαλισθέντες οι αποκεφαλισθείσες τα αποκεφαλισθέντα
      γενική των αποκεφαλισθέντων των αποκεφαλισθεισών των αποκεφαλισθέντων
    αιτιατική τους αποκεφαλισθέντες τις αποκεφαλισθείσες τα αποκεφαλισθέντα
     κλητική αποκεφαλισθέντες αποκεφαλισθείσες αποκεφαλισθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
αποκεφαλισθείς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποκεφαλισθείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος ἀποκεφαλίζω

Μετοχή

αποκεφαλισθείς, -είσα, -έν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

αποκεφαλισθείς: τύπος

Ρηματικός τύπος

αποκεφαλισθείς

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.