αποκεφαλίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποκεφαλίζω < (ελληνιστική κοινή) ἀποκεφαλίζω (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική décapiter)

Ρήμα

αποκεφαλίζω (παθητική φωνή: αποκεφαλίζομαι)

  1. (κυριολεκτικά) κόβω το λαιμό κάποιου, ώστε να αφαίρεσω το κεφάλι του
  2. (μεταφορικά) διώχνω την ηγεσία ή την ηγετική ομάδα κάποιου οργάνου ή συλλογικότητας

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.