αποκεφαλίστηκα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.ce.faˈli.sti.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐κε‐φα‐λί‐στη‐κα
Ρηματικός τύπος
αποκεφαλίστηκα
- α΄ πρόσωπο ενικού παθητικού αορίστου του αποκεφαλίζω
- άλλες μορφές: αποκεφαλίσθηκα (λογιότερο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.