αποκέντρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκέντρωση οι αποκεντρώσεις
      γενική της αποκέντρωσης* των αποκεντρώσεων
    αιτιατική την αποκέντρωση τις αποκεντρώσεις
     κλητική αποκέντρωση αποκεντρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκεντρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποκέντρωση < αποκεντρώνω + -ση

Ουσιαστικό

αποκέντρωση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.