αποκεντρώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αποκεντρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκεντρώνω
  2. θα αποκεντρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκεντρώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αποκεντρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκέντρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.