αποκάρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αποκάρωμα | τα | αποκαρώματα |
| γενική | του | αποκαρώματος | των | αποκαρωμάτων |
| αιτιατική | το | αποκάρωμα | τα | αποκαρώματα |
| κλητική | αποκάρωμα | αποκαρώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αποκάρωμα ουδέτερο
- το να βυθίζεσαι σε βαθύ ύπνο
- ≈ συνώνυμα: απονάρκωση, αποχαύνωση, ζάλη, λήθαργος, νάρκωμα, νάρκωση, υπνηλία
- ≠ αντώνυμα: αναζωογόνηση, αναθέρμανση, αφύπνιση
- (μεταφορικά) λιποψυχία, δειλία
Μεταφράσεις
αποκάρωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.