αποκάρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποκάρωμα τα αποκαρώματα
      γενική του αποκαρώματος των αποκαρωμάτων
    αιτιατική το αποκάρωμα τα αποκαρώματα
     κλητική αποκάρωμα αποκαρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποκάρωμα < αποκαρώνω + -μα

Ουσιαστικό

αποκάρωμα ουδέτερο

  1. το να βυθίζεσαι σε βαθύ ύπνο
     συνώνυμα: απονάρκωση, αποχαύνωση, ζάλη, λήθαργος, νάρκωμα, νάρκωση, υπνηλία
     αντώνυμα: αναζωογόνηση, αναθέρμανση, αφύπνιση
  2. (μεταφορικά) λιποψυχία, δειλία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.