αναζωογόνηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναζωογόνηση | οι | αναζωογονήσεις |
| γενική | της | αναζωογόνησης* | των | αναζωογονήσεων |
| αιτιατική | την | αναζωογόνηση | τις | αναζωογονήσεις |
| κλητική | αναζωογόνηση | αναζωογονήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αναζωογονήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναζωογόνηση < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική réanimation, καθαρεύουσα ἀναζωογόνη(σις) + -ση[1] < ελληνιστική κοινή ἀναζωογονῶ
Ουσιαστικό
αναζωογόνηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αναζωογονώ, η εμψύχωση, η τόνωση, η ενδυνάμωση, συναισθηματική, υλική, σωματική, οικονομική
- η άσκηση μετά τα 60 βοηθά στην αναζωογόνηση του οργανισμού
- πρέπει να γίνει κάτι για την αναζωογόνηση της οικονομία του τόπου μας
- οι διακοπές βοηθούν στην αναζωογόνηση της σχέσης των ζευγαριών
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αναζωογόνηση
|
Αναφορές
- αναζωογόνηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.