αποθησαύρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποθησαύρισμα τα αποθησαυρίσματα
      γενική του αποθησαυρίσματος των αποθησαυρισμάτων
    αιτιατική το αποθησαύρισμα τα αποθησαυρίσματα
     κλητική αποθησαύρισμα αποθησαυρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποθησαύρισμα < αποθησαυρίζω + -μα

Ουσιαστικό

αποθησαύρισμα ουδέτερο

  1. άλλη μορφή του αποθησαύριση
  2. το αποτέλεσμα του αποθησαυρίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.