αποθησαύριση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποθησαύριση | οι | αποθησαυρίσεις |
| γενική | της | αποθησαύρισης* | των | αποθησαυρίσεων |
| αιτιατική | την | αποθησαύριση | τις | αποθησαυρίσεις |
| κλητική | αποθησαύριση | αποθησαυρίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποθησαυρίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποθησαύριση < αποθησαυρίζω + -ση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.