συσσωρεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συσσωρεύω < (ελληνιστική κοινή) συσσωρεύω < σύν + σωρεύω
Ρήμα
συσσωρεύω
- συγκεντρώνω σε ένα σημείο, σε υπερβολική ποσότητα, συνήθως ομοειδή αντικείμενα
- (κατ’ επέκταση) αυξάνω κάτι σε ποσότητα προσθέτοντας συνεχώς νέα αντικείμενα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.