αποθησαυρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποθησαυρισμένος | η | αποθησαυρισμένη | το | αποθησαυρισμένο |
| γενική | του | αποθησαυρισμένου | της | αποθησαυρισμένης | του | αποθησαυρισμένου |
| αιτιατική | τον | αποθησαυρισμένο | την | αποθησαυρισμένη | το | αποθησαυρισμένο |
| κλητική | αποθησαυρισμένε | αποθησαυρισμένη | αποθησαυρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποθησαυρισμένοι | οι | αποθησαυρισμένες | τα | αποθησαυρισμένα |
| γενική | των | αποθησαυρισμένων | των | αποθησαυρισμένων | των | αποθησαυρισμένων |
| αιτιατική | τους | αποθησαυρισμένους | τις | αποθησαυρισμένες | τα | αποθησαυρισμένα |
| κλητική | αποθησαυρισμένοι | αποθησαυρισμένες | αποθησαυρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.