αποθανούσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποθανούσα οι αποθανούσες
      γενική της αποθανούσας των αποθανουσών
    αιτιατική την αποθανούσα τις αποθανούσες
     κλητική αποθανούσα αποθανούσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποθανούσα: (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποθανοῦσα, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ἀποθανών, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἀποθνῄσκω <  δείτε τη λέξη θνῄσκω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.θaˈnu.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποθανούσα

Ουσιαστικό

αποθανούσα θηλυκό

Κλιτικός τύπος μετοχής

αποθανούσα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.