αποδομώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποδομώ (νεολογισμός) < απο- στερητικό + δομώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική déconstruire) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.ðoˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποδομώ
παρώνυμο: αποδημώ

Ρήμα

αποδομώ, αόρ.: αποδόμησα, παθ.φωνή: αποδομούμαι, π.αόρ.: αποδομήθηκα, μτχ.π.π.: αποδομημένος

  1. διαλύω, καταστρέφω
  2. αποσυναρμολογώ

Συγγενικά

 δείτε τις λέξεις από και δομή

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.