αποδομώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποδομώ (νεολογισμός) < απο- στερητικό + δομώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική déconstruire) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.ðoˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐δο‐μώ
- παρώνυμο: αποδημώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποδομώ | αποδομούσα | θα αποδομώ | να αποδομώ | αποδομώντας | |
| β' ενικ. | αποδομείς | αποδομούσες | θα αποδομείς | να αποδομείς | ||
| γ' ενικ. | αποδομεί | αποδομούσε | θα αποδομεί | να αποδομεί | ||
| α' πληθ. | αποδομούμε | αποδομούσαμε | θα αποδομούμε | να αποδομούμε | ||
| β' πληθ. | αποδομείτε | αποδομούσατε | θα αποδομείτε | να αποδομείτε | αποδομείτε | |
| γ' πληθ. | αποδομούν(ε) | αποδομούσαν(ε) | θα αποδομούν(ε) | να αποδομούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποδόμησα | θα αποδομήσω | να αποδομήσω | αποδομήσει | ||
| β' ενικ. | αποδόμησες | θα αποδομήσεις | να αποδομήσεις | αποδόμησε | ||
| γ' ενικ. | αποδόμησε | θα αποδομήσει | να αποδομήσει | |||
| α' πληθ. | αποδομήσαμε | θα αποδομήσουμε | να αποδομήσουμε | |||
| β' πληθ. | αποδομήσατε | θα αποδομήσετε | να αποδομήσετε | αποδομήστε | ||
| γ' πληθ. | αποδόμησαν αποδομήσαν(ε) |
θα αποδομήσουν(ε) | να αποδομήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποδομήσει | είχα αποδομήσει | θα έχω αποδομήσει | να έχω αποδομήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποδομήσει | είχες αποδομήσει | θα έχεις αποδομήσει | να έχεις αποδομήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποδομήσει | είχε αποδομήσει | θα έχει αποδομήσει | να έχει αποδομήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποδομήσει | είχαμε αποδομήσει | θα έχουμε αποδομήσει | να έχουμε αποδομήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποδομήσει | είχατε αποδομήσει | θα έχετε αποδομήσει | να έχετε αποδομήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποδομήσει | είχαν αποδομήσει | θα έχουν αποδομήσει | να έχουν αποδομήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποδομούμαι | αποδομούμουν | θα αποδομούμαι | να αποδομούμαι | ||
| β' ενικ. | αποδομείσαι | αποδομούσουν | θα αποδομείσαι | να αποδομείσαι | ||
| γ' ενικ. | αποδομείται | αποδομούνταν | θα αποδομείται | να αποδομείται | ||
| α' πληθ. | αποδομούμαστε | αποδομούμασταν αποδομούμαστε |
θα αποδομούμαστε | να αποδομούμαστε | ||
| β' πληθ. | αποδομείστε | αποδομούσασταν αποδομούσαστε |
θα αποδομείστε | να αποδομείστε | αποδομείστε | |
| γ' πληθ. | αποδομούνται | αποδομούνταν | θα αποδομούνται | να αποδομούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποδομήθηκα | θα αποδομηθώ | να αποδομηθώ | αποδομηθεί | ||
| β' ενικ. | αποδομήθηκες | θα αποδομηθείς | να αποδομηθείς | αποδομήσου | ||
| γ' ενικ. | αποδομήθηκε | θα αποδομηθεί | να αποδομηθεί | |||
| α' πληθ. | αποδομηθήκαμε | θα αποδομηθούμε | να αποδομηθούμε | |||
| β' πληθ. | αποδομηθήκατε | θα αποδομηθείτε | να αποδομηθείτε | αποδομηθείτε | ||
| γ' πληθ. | αποδομήθηκαν αποδομηθήκαν(ε) |
θα αποδομηθούν(ε) | να αποδομηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποδομηθεί | είχα αποδομηθεί | θα έχω αποδομηθεί | να έχω αποδομηθεί | αποδομημένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποδομηθεί | είχες αποδομηθεί | θα έχεις αποδομηθεί | να έχεις αποδομηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποδομηθεί | είχε αποδομηθεί | θα έχει αποδομηθεί | να έχει αποδομηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποδομηθεί | είχαμε αποδομηθεί | θα έχουμε αποδομηθεί | να έχουμε αποδομηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποδομηθεί | είχατε αποδομηθεί | θα έχετε αποδομηθεί | να έχετε αποδομηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποδομηθεί | είχαν αποδομηθεί | θα έχουν αποδομηθεί | να έχουν αποδομηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αποδομημένος - είμαστε, είστε, είναι αποδομημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αποδομημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αποδομημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αποδομημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αποδομημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αποδομημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αποδομημένοι | |||||
Μεταφράσεις
αποδομώ
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.