αποδόμηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποδόμηση | οι | αποδομήσεις |
| γενική | της | αποδόμησης* | των | αποδομήσεων |
| αιτιατική | την | αποδόμηση | τις | αποδομήσεις |
| κλητική | αποδόμηση | αποδομήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποδομήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
αποδόμηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποδομώ
- (φιλοσοφία, φιλολογία) θεώρηση της λογοτεχνικής κριτικής και φιλοσοφική άποψη που ασχολείται με τη σχέση μεταξύ κειμένου και σημασίας, με κύριο εισηγητή τον Γάλλο στοχαστή Ζακ Ντεριντά, η οποία γενικά υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν απόλυτες σημασίες στις λέξεις και στα κείμενα, ότι οι έννοιες που εκφράζονται από τη γλώσσα είναι ασταθείς, περίπλοκες και τελικά αδύνατον να προσδιοριστούν απόλυτα, γι΄αυτό και η κατανόηση ή η ερμηνεία των κειμένων δεν μπορεί να υπερβεί ένα όριο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
-
αποδόμηση στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
αποδόμηση
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.