αποδομητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποδομητικός | η | αποδομητική | το | αποδομητικό |
| γενική | του | αποδομητικού | της | αποδομητικής | του | αποδομητικού |
| αιτιατική | τον | αποδομητικό | την | αποδομητική | το | αποδομητικό |
| κλητική | αποδομητικέ | αποδομητική | αποδομητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποδομητικοί | οι | αποδομητικές | τα | αποδομητικά |
| γενική | των | αποδομητικών | των | αποδομητικών | των | αποδομητικών |
| αιτιατική | τους | αποδομητικούς | τις | αποδομητικές | τα | αποδομητικά |
| κλητική | αποδομητικοί | αποδομητικές | αποδομητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.ðo.mi.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐δο‐μη‐τι‐κός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αποδομώ
Μεταφράσεις
αποδομητικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.