αποθηλασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποθηλασμός οι αποθηλασμοί
      γενική του αποθηλασμού των αποθηλασμών
    αιτιατική τον αποθηλασμό τους αποθηλασμούς
     κλητική αποθηλασμέ αποθηλασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποθηλασμός < (ελληνιστική κοινή) ἀποθηλασμός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ablactation)

Ουσιαστικό

αποθηλασμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.