απευκταίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απευκταίος η απευκταία το απευκταίο
      γενική του απευκταίου της απευκταίας του απευκταίου
    αιτιατική τον απευκταίο την απευκταία το απευκταίο
     κλητική απευκταίε απευκταία απευκταίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απευκταίοι οι απευκταίες τα απευκταία
      γενική των απευκταίων των απευκταίων των απευκταίων
    αιτιατική τους απευκταίους τις απευκταίες τα απευκταία
     κλητική απευκταίοι απευκταίες απευκταία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απευκταίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπευκταῖος[1] < ἀπ- (ἀπό) + εὐκταῖος. Συγχρονικά αναλύεται σε απ- + ευκταίος. Δείτε απεύχομαι

Προφορά

ΔΦΑ : /a.pefˈkte.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απευκταίος

Επίθετο

απευκταίος, -α, -ο

  • εκείνος για τον οποίο εύχεται κανείς να μη γίνει
     δείτε και τη λέξη απευκταίο (ουδέτερο)

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.