ευκταίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευκταίος η ευκταία το ευκταίο
      γενική του ευκταίου της ευκταίας του ευκταίου
    αιτιατική τον ευκταίο την ευκταία το ευκταίο
     κλητική ευκταίε ευκταία ευκταίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευκταίοι οι ευκταίες τα ευκταία
      γενική των ευκταίων των ευκταίων των ευκταίων
    αιτιατική τους ευκταίους τις ευκταίες τα ευκταία
     κλητική ευκταίοι ευκταίες ευκταία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευκταίος < αρχαία ελληνική εὐκταῖος < εὔχομαι

Επίθετο

ευκταίος -α -ο

  • που ευχόμαστε να γίνει
    το ευκταίο αποτέλεσμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.