απευκταίο
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.pefˈkte.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : απ‐ευ‐κταί‐ο
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | απευκταίο | ||
| γενική | του | απευκταίου | ||
| αιτιατική | το | απευκταίο | ||
| κλητική | απευκταίο | |||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- απευκταίο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου απευκταίος
Ουσιαστικό
απευκταίο ουδέτερο στον πληθυντικό
- κάτι δυσάρεστο που απευχόμαστε
- δυστυχώς, επήλθε το απευκταίο: τον χάσαμε τον αγαπημένο μας πατέρα
- ἀπευκταῖον (καθαρεύουσα)
Ετυμολογία 2
- απευκταίο: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
απευκταίο
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του απευκταίος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του απευκταίος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.