απελαθείς
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.pe.laˈθis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πε‐λα‐θείς
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απελαθείς & απελαθέντας |
η | απελαθείσα | το | απελαθέν |
| γενική | του | απελαθέντος & απελαθέντα |
της | απελαθείσας & απελαθείσης* |
του | απελαθέντος |
| αιτιατική | τον | απελαθέντα | την | απελαθείσα | το | απελαθέν |
| κλητική | απελαθείς & απελαθέντα |
απελαθείσα | απελαθέν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απελαθέντες | οι | απελαθείσες | τα | απελαθέντα |
| γενική | των | απελαθέντων | των | απελαθεισών | των | απελαθέντων |
| αιτιατική | τους | απελαθέντες | τις | απελαθείσες | τα | απελαθέντα |
| κλητική | απελαθέντες | απελαθείσες | απελαθέντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- απελαθείς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπελαθείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος ἀπελαύνω
Μετοχή
απελαθείς, -είσα, -έν (μετοχή ως επίθετο, και ουσιαστικοποιημένη)
Ετυμολογία 2
- απελαθείς: τύπος
Ρηματικός τύπος
απελαθείς
- β΄ πρόσωπο ενικού εξαρτημένου τύπου (απελαθώ) παθητικής φωνής του απελαύνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.