απελάτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | απελάτης | οι | απελάτες |
| γενική | του | απελάτη | των | απελατών |
| αιτιατική | τον | απελάτη | τους | απελάτες |
| κλητική | απελάτη | απελάτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απελάτης < (ελληνιστική κοινή) ἀπελάτης < αρχαία ελληνική ἀπελαύνω < ἀπό + ἐλαύνω
Ουσιαστικό
απελάτης αρσενικό
- (ιστορία) (παρωχημένο) μέλος σώματος ατάκτων πολεμιστών κοντά στα ανατολικά βυζαντινά σύνορα
- (παρωχημένο) πολεμιστής
- (παρωχημένο) ροπαλοφόρος
Μεταφράσεις
απελάτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.