απελάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απελάτης οι απελάτες
      γενική του απελάτη των απελατών
    αιτιατική τον απελάτη τους απελάτες
     κλητική απελάτη απελάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απελάτης < (ελληνιστική κοινή) ἀπελάτης < αρχαία ελληνική ἀπελαύνω < ἀπό + ἐλαύνω

Ουσιαστικό

απελάτης αρσενικό

  1. (ιστορία) (παρωχημένο) μέλος σώματος ατάκτων πολεμιστών κοντά στα ανατολικά βυζαντινά σύνορα
  2. (παρωχημένο) πολεμιστής
  3. (παρωχημένο) ροπαλοφόρος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.