απελατίκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | απελατίκι | τα | απελατίκια |
| γενική | του | απελατικιού | των | απελατικιών |
| αιτιατική | το | απελατίκι | τα | απελατίκια |
| κλητική | απελατίκι | απελατίκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απελατίκι < (ελληνιστική κοινή) ἀπελατίκιν < (ελληνιστική κοινή) ἀπελάτης < αρχαία ελληνική ἀπελαύνω < ἀπό + ἐλαύνω
Ουσιαστικό
απελατίκι ουδέτερο
- επιθετικό όπλο της Βυζαντινής περιόδου χρησιμοποιούμενο κυρίως από τους ακρίτες και τους απελάτες. Ήταν φτιαγμένο από μέταλλο και το άκρο του αποτελούνταν από μεταλλική σφαίρα, λεία ή με καρφιά. Ο ρόλος του ήταν να τραυματίζει τον αντίπαλο με ένα καίριο κτύπημα στο κεφάλι (κεφαλοθραύστης) ή να προκαλεί ζημιά στον αμυντικό του εξοπλισμό. Το όπλο απεικονίζεται σε πολλές βυζαντινές μικρογραφίες και σε μερικές εικόνες Αγίων, ειδικά αυτές του Αγίου Δημητρίου και Θεοδώρου του Τήρωνος. Σύμφωνα με το ακριτικό τραγούδι του Θεοφύλακτου, προστάτης του όπλου ήταν ο Άγιος Μάμας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.