ροπαλοφόρος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ροπαλοφόρος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ροπαλοφόρος < ρόπαλ(ον) + -φόρος (< φέρω)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾo.pa.loˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ροπαλοφόρος

Επίθετο

  • λείπει η κλίση

ροπαλοφόρος, -ος, -ο

  • που κρατάει ρόπαλο
    όρμησαν ροπαλοφόροι χούλιγκαν και τα έκαναν γυαλιά καρφιά
    ροπαλοφόρος Ηρακλής

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ροπαλοφόρος οι ροπαλοφόροι
      γενική του ροπαλοφόρου των ροπαλοφόρων
    αιτιατική τον ροπαλοφόρο τους ροπαλοφόρους
     κλητική ροπαλοφόρε ροπαλοφόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ροπαλοφόρος αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.