απαράμιλλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απαράμιλλος | η | απαράμιλλη | το | απαράμιλλο |
| γενική | του | απαράμιλλου | της | απαράμιλλης | του | απαράμιλλου |
| αιτιατική | τον | απαράμιλλο | την | απαράμιλλη | το | απαράμιλλο |
| κλητική | απαράμιλλε | απαράμιλλη | απαράμιλλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απαράμιλλοι | οι | απαράμιλλες | τα | απαράμιλλα |
| γενική | των | απαράμιλλων | των | απαράμιλλων | των | απαράμιλλων |
| αιτιατική | τους | απαράμιλλους | τις | απαράμιλλες | τα | απαράμιλλα |
| κλητική | απαράμιλλοι | απαράμιλλες | απαράμιλλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απαράμιλλος < μεσαιωνική ελληνική ἀπαράμιλλος < αρχαία ελληνική ἀ- + αρχαία ελληνική παράμιλλος < παρά + ἅμιλλα
Επίθετο
απαράμιλλος
- εξαιρετικός, ασύγκριτος, που ξεπερνάει κάθε τι ανάλογο σε μέγεθος ή μεγαλείο ή ομορφιά κ.λπ.
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
απαράμιλλος
|
Πηγές
- απαράμιλλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- απαράμιλλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.