παράμιλλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ παράμιλλος | τὸ παράμιλλον | οἱ, αἱ παράμιλλοι | τὰ παράμιλλα |
| Γενική | τοῦ, τῆς παραμίλλου | τοῦ παραμίλλου | τῶν παραμίλλων | τῶν παραμίλλων |
| Δοτική | τῷ, τῇ παραμίλλῳ | τῷ παραμίλλῳ | τοῖς, ταῖς παραμίλλοις | τοῖς παραμίλλοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν παράμιλλον | τὸ παράμιλλον | τοὺς, τὰς παραμίλλους | τὰ παράμιλλα |
| Κλητική | παράμιλλε | παράμιλλον | παράμιλλοι | παράμιλλα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | παραμίλλω | |||
| Γενική-Δοτική | παραμίλλοιν | |||
Επίθετο
παράμιλλος
- ασυναγώνιστος
- ὡς ἐπ' ἀληθείας ἐκρίθην ἀφεθεὶς παράμιλλος (Παυσανίας Αττικός, Αττικών ονομάτων συναγωγή, σ, 6, 7)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.