διακεκομμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διακεκομμένος η διακεκομμένη το διακεκομμένο
      γενική του διακεκομμένου της διακεκομμένης του διακεκομμένου
    αιτιατική τον διακεκομμένο τη διακεκομμένη το διακεκομμένο
     κλητική διακεκομμένε διακεκομμένη διακεκομμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διακεκομμένοι οι διακεκομμένες τα διακεκομμένα
      γενική των διακεκομμένων των διακεκομμένων των διακεκομμένων
    αιτιατική τους διακεκομμένους τις διακεκομμένες τα διακεκομμένα
     κλητική διακεκομμένοι διακεκομμένες διακεκομμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Σχεδιάγραμμα σύγκρισης διακεκομμένης γραμμής που απεικονίζει την τυπική απίκλιση και συνεχούς γραμμής που απεικονίζει την παλινδρόμηση σημείων.

Ετυμολογία

διακεκομμένος < λείπει η ετυμολογία

Μετοχή

διακεκομμένος, -η, -ο

  1. Που διακόπτεται πολλές φορές, ασυνεχής.
  2. (Για γραμμές): Που είναι διαιρεμένος σε πολλά μικρά τμήματα.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.