οπτιμιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οπτιμιστικός η οπτιμιστική το οπτιμιστικό
      γενική του οπτιμιστικού της οπτιμιστικής του οπτιμιστικού
    αιτιατική τον οπτιμιστικό την οπτιμιστική το οπτιμιστικό
     κλητική οπτιμιστικέ οπτιμιστική οπτιμιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οπτιμιστικοί οι οπτιμιστικές τα οπτιμιστικά
      γενική των οπτιμιστικών των οπτιμιστικών των οπτιμιστικών
    αιτιατική τους οπτιμιστικούς τις οπτιμιστικές τα οπτιμιστικά
     κλητική οπτιμιστικοί οπτιμιστικές οπτιμιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οπτιμιστικός < οπτιμιστής

Επίθετο

οπτιμιστικός

  1. σχετικός με τον οπτιμιστή
  2. σχετικός με τον οπτιμισμό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.