αντιπολίτευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιπολίτευση οι αντιπολιτεύσεις
      γενική της αντιπολίτευσης* των αντιπολιτεύσεων
    αιτιατική την αντιπολίτευση τις αντιπολιτεύσεις
     κλητική αντιπολίτευση αντιπολιτεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιπολιτεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιπολίτευση < αντιπολιτεύ(ομαι) + (-σις) -ση

Ουσιαστικό

αντιπολίτευση θηλυκό

  1. (πολιτική) το σύνολο των κομμάτων που δε βρίσκεται στην κυβέρνηση ή δεν ασκεί την εξουσία, αλλά αντιτίθεται στις κυβερνητικές πολιτικές ή τις επικρίνει
  2. (κατ’ επέκταση) το σύνολο των δυνάμεων που ελέγχει ή αντιμάχεται όσους είναι επικεφαλής συλλόγων, σωματείων κ.λπ.

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.