αντιπολιτεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αντιπολιτεύομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντιπολιτεύομαι < ἀντι- (αντι-) + πολιτεύω < πολίτης < πόλις
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.di.po.liˈte.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐πο‐λι‐τεύ‐ο‐μαι
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αντιπολιτευόμενος
- αντιπολίτευση
- αντιπολιτευτικά
- αντιπολιτευτικός
- → δείτε τις λέξεις αντί, πολιτεύομαι, πολίτης και πόλη
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αντιπολιτεύομαι | αντιπολιτευόμουν(α) | θα αντιπολιτεύομαι | να αντιπολιτεύομαι | αντιπολιτευόμενος | |
| β' ενικ. | αντιπολιτεύεσαι | αντιπολιτευόσουν(α) | θα αντιπολιτεύεσαι | να αντιπολιτεύεσαι | ||
| γ' ενικ. | αντιπολιτεύεται | αντιπολιτευόταν(ε) | θα αντιπολιτεύεται | να αντιπολιτεύεται | ||
| α' πληθ. | αντιπολιτευόμαστε | αντιπολιτευόμαστε αντιπολιτευόμασταν |
θα αντιπολιτευόμαστε | να αντιπολιτευόμαστε | ||
| β' πληθ. | αντιπολιτεύεστε | αντιπολιτευόσαστε αντιπολιτευόσασταν |
θα αντιπολιτεύεστε | να αντιπολιτεύεστε | (αντιπολιτεύεστε) | |
| γ' πληθ. | αντιπολιτεύονται | αντιπολιτεύονταν αντιπολιτευόντουσαν |
θα αντιπολιτεύονται | να αντιπολιτεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αντιπολιτεύτηκα | θα αντιπολιτευτώ | να αντιπολιτευτώ | αντιπολιτευτεί | ||
| β' ενικ. | αντιπολιτεύτηκες | θα αντιπολιτευτείς | να αντιπολιτευτείς | αντιπολιτεύσου | ||
| γ' ενικ. | αντιπολιτεύτηκε | θα αντιπολιτευτεί | να αντιπολιτευτεί | |||
| α' πληθ. | αντιπολιτευτήκαμε | θα αντιπολιτευτούμε | να αντιπολιτευτούμε | |||
| β' πληθ. | αντιπολιτευτήκατε | θα αντιπολιτευτείτε | να αντιπολιτευτείτε | αντιπολιτευτείτε | ||
| γ' πληθ. | αντιπολιτεύτηκαν αντιπολιτευτήκαν(ε) |
θα αντιπολιτευτούν(ε) | να αντιπολιτευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αντιπολιτευτεί | είχα αντιπολιτευτεί | θα έχω αντιπολιτευτεί | να έχω αντιπολιτευτεί | αντιπολιτευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αντιπολιτευτεί | είχες αντιπολιτευτεί | θα έχεις αντιπολιτευτεί | να έχεις αντιπολιτευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αντιπολιτευτεί | είχε αντιπολιτευτεί | θα έχει αντιπολιτευτεί | να έχει αντιπολιτευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αντιπολιτευτεί | είχαμε αντιπολιτευτεί | θα έχουμε αντιπολιτευτεί | να έχουμε αντιπολιτευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αντιπολιτευτεί | είχατε αντιπολιτευτεί | θα έχετε αντιπολιτευτεί | να έχετε αντιπολιτευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αντιπολιτευτεί | είχαν αντιπολιτευτεί | θα έχουν αντιπολιτευτεί | να έχουν αντιπολιτευτεί | ||
Μεταφράσεις
αντιπολιτεύομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.