αντιπολιτεύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αντιπολιτεύομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντιπολιτεύομαι < ἀντι- (αντι-) + πολιτεύω < πολίτης < πόλις

Προφορά

ΔΦΑ : /an.di.po.liˈte.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντιπολιτεύομαι

Ρήμα

αντιπολιτεύομαι, π.αόρ.: αντιπολιτεύτηκα (αποθετικό ρήμα)

Αντώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.