ανταπόδοση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανταπόδοση | οι | ανταποδόσεις |
| γενική | της | ανταπόδοσης* | των | ανταποδόσεων |
| αιτιατική | την | ανταπόδοση | τις | ανταποδόσεις |
| κλητική | ανταπόδοση | ανταποδόσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανταποδόσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανταπόδοση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνταπόδο(σις) + -ση
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.daˈpo.ðo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντα‐πό‐δο‐ση
Ουσιαστικό
ανταπόδοση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανταποδίδω, η ευεργεσία
- ※ Δεν θέλησε να δεχτεί καμιά βοήθεια χωρίς ανταπόδοση. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
Συγγενικά
- απόδοση
- → και δείτε τις λέξεις ανταποδίδω και δίδω
Μεταφράσεις
ανταπόδοση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.