αντιλαμβανόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιλαμβανόμενος η αντιλαμβανόμενη το αντιλαμβανόμενο
      γενική του αντιλαμβανόμενου της αντιλαμβανόμενης του αντιλαμβανόμενου
    αιτιατική τον αντιλαμβανόμενο την αντιλαμβανόμενη το αντιλαμβανόμενο
     κλητική αντιλαμβανόμενε αντιλαμβανόμενη αντιλαμβανόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιλαμβανόμενοι οι αντιλαμβανόμενες τα αντιλαμβανόμενα
      γενική των αντιλαμβανόμενων των αντιλαμβανόμενων των αντιλαμβανόμενων
    αιτιατική τους αντιλαμβανόμενους τις αντιλαμβανόμενες τα αντιλαμβανόμενα
     κλητική αντιλαμβανόμενοι αντιλαμβανόμενες αντιλαμβανόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιλαμβανόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντιλαμβανόμενος, μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ἀντιλαμβάνω

Προφορά

ΔΦΑ : /an.di.laɱ.vaˈno.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντιλαμβανόμενος

Μετοχή

αντιλαμβανόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.