σκάντζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκάντζα οι σκάντζες
      γενική της σκάντζας
    αιτιατική τη σκάντζα τις σκάντζες
     κλητική σκάντζα σκάντζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκάντζα < (άμεσο δάνειο) βενετική scangia [1]

Ουσιαστικό

σκάντζα θηλυκό

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.