τοίχωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τοίχωμα τα τοιχώματα
      γενική του τοιχώματος των τοιχωμάτων
    αιτιατική το τοίχωμα τα τοιχώματα
     κλητική τοίχωμα τοιχώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τοίχωμα < τοίχ(ος) + -ωμα. απόδοση για τη γαλλική paroi [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈti.xo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τοίχωμα

Ουσιαστικό

τοίχωμα ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό

  1. το περίβλημα
  2. εσωτερική επιφάνεια κοιλότητας
  3. (ανατομία) ιστοί της εσωτερικής επιφάνειας οργάνων

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη τοίχος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.