αντεπίθεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντεπίθεση οι αντεπιθέσεις
      γενική της αντεπίθεσης* των αντεπιθέσεων
    αιτιατική την αντεπίθεση τις αντεπιθέσεις
     κλητική αντεπίθεση αντεπιθέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντεπιθέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντεπίθεση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντεπίθε(σις) + -ση < αρχαία ελληνική ἀντί + ἐπίθεσις (αντ- + επίθεση) < ἐπιτίθημι < τίθημι, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική contre-attaque[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /an.deˈpi.θe.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντεπίθεση

Ουσιαστικό

αντεπίθεση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.