αντεπιτίθεμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αντεπιτίθεμαι < (ελληνιστική κοινή) ἀντεπιτίθεμαι < αρχαία ελληνική ἀντεπιτίθημι < ἀντί + ἐπιτίθημι < ἐπί + τίθημι

Ρήμα

αντεπιτίθεμαι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.