απήχηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απήχηση | οι | απηχήσεις |
| γενική | της | απήχησης* | των | απηχήσεων |
| αιτιατική | την | απήχηση | τις | απηχήσεις |
| κλητική | απήχηση | απηχήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, απηχήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απήχηση < (ελληνιστική κοινή) ἀπήχησις < αρχαία ελληνική ἀπηχέω < ἀπό + ἠχέω
Ουσιαστικό
απήχηση θηλυκό
Συγγενικά
- απηχητικός
- απηχητικότητα
- → δείτε τις λέξεις απηχώ και ήχος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.