ικανοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ικανοποιημένος | η | ικανοποιημένη | το | ικανοποιημένο |
| γενική | του | ικανοποιημένου | της | ικανοποιημένης | του | ικανοποιημένου |
| αιτιατική | τον | ικανοποιημένο | την | ικανοποιημένη | το | ικανοποιημένο |
| κλητική | ικανοποιημένε | ικανοποιημένη | ικανοποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ικανοποιημένοι | οι | ικανοποιημένες | τα | ικανοποιημένα |
| γενική | των | ικανοποιημένων | των | ικανοποιημένων | των | ικανοποιημένων |
| αιτιατική | τους | ικανοποιημένους | τις | ικανοποιημένες | τα | ικανοποιημένα |
| κλητική | ικανοποιημένοι | ικανοποιημένες | ικανοποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ικανοποιημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ικανοποιώ
Μετοχή
ικανοποιημένος, -η, -ο
- που αισθάνεται καλά, επειδή πραγματοποιήθηκε μια επιθυμία του
- ※ Είναι πολύ ικανοποιημένη που επιτέλους πήρε το πτυχίο της
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.