ανθρωποκεντρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανθρωποκεντρικός η ανθρωποκεντρική το ανθρωποκεντρικό
      γενική του ανθρωποκεντρικού της ανθρωποκεντρικής του ανθρωποκεντρικού
    αιτιατική τον ανθρωποκεντρικό την ανθρωποκεντρική το ανθρωποκεντρικό
     κλητική ανθρωποκεντρικέ ανθρωποκεντρική ανθρωποκεντρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανθρωποκεντρικοί οι ανθρωποκεντρικές τα ανθρωποκεντρικά
      γενική των ανθρωποκεντρικών των ανθρωποκεντρικών των ανθρωποκεντρικών
    αιτιατική τους ανθρωποκεντρικούς τις ανθρωποκεντρικές τα ανθρωποκεντρικά
     κλητική ανθρωποκεντρικοί ανθρωποκεντρικές ανθρωποκεντρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανθρωποκεντρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anthropocentrique < αρχαία ελληνική ἄνθρωπος + ελληνιστική κοινή κεντρικός. Μορφολογικά, ανθρωπο- + κεντρικός [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /an.θɾo.po.cen.dɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανθρωποκεντρικός

Επίθετο

ανθρωποκεντρικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.