ανθρωποκεντρισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ανθρωποκεντρισμός | οι | ανθρωποκεντρισμοί |
| γενική | του | ανθρωποκεντρισμού | των | ανθρωποκεντρισμών |
| αιτιατική | τον | ανθρωποκεντρισμό | τους | ανθρωποκεντρισμούς |
| κλητική | ανθρωποκεντρισμέ | ανθρωποκεντρισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανθρωποκεντρισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική anthropocentrism < anthropocentrique + -isme. Μορφολογικά αναλύεται σε ανθρωπο- + κέντρ(ο) + -ισμός [1]
Ουσιαστικό
ανθρωποκεντρισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) η φιλοσοφική πίστη ότι ο άνθρωπος ως εσωτερικότητα (σκέψη) και εξωτερικότητα (πράξη) είναι ο σκοπός της παρούσης διάστασης του Θεού και της φύσης και του προσώπου
- Ο άκρατος ανθρωποκεντρισμός που χαρακτηρίζει τις μονοθεϊστικές θρησκείες τις στρέφει πολλές φορές μακριά από την αγάπη για τη φύση και τα άλλα όντα της πλάσης.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ανθρωποκεντρισμός
Αναφορές
- ανθρωποκεντρισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.