αναστολή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναστολή | οι | αναστολές |
| γενική | της | αναστολής | των | αναστολών |
| αιτιατική | την | αναστολή | τις | αναστολές |
| κλητική | αναστολή | αναστολές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναστολή < αρχαία ελληνική ἀναστολή < ἀναστέλλω
Ουσιαστικό
αναστολή θηλυκό
- η διακοπή μιας ενέργειας για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα
- η προσωρινή παύση της ισχύος ενός νόμου ή του συντάγματος
- η αναβολή εκτέλεσης μιας ποινής για καθορισμένο χρονικό διάστημα· εάν αυτό το διάστημα περάσει χωρίς ο καταδικασμένος να υποπέσει σε άλλο παράπτωμα, τότε απαλλάσσεται από την υποχρέωση έκτισης της ποινής
- καταδικάστηκε σε 7 μήνες φυλάκιση με τριετή αναστολή
- (πληροφορική) η προσωρινή διακοπή εκτελέσεων εντολών μαζί με την κατανάλωση ελάχιστης ή καθόλου ενέργειας, αλλά με τρόπο που επιτρέπει την γρήγορη επιστροφή στις εργασίες που διακόπηκαν
- αφήνω τον υπολογιστή μου ανοιχτό αλλά έβαλα ρύθμιση να μπαίνει σε αναστολή μετά από 60 λεπτά χωρίς δραστηριότητα
- δισταγμός να κάνω κάτι (κυρίως για ηθικούς λόγους)
- αν παραβείτε τη συμφωνία μας, δεν θα έχω καμία αναστολή να ζητήσω την ποινική σας δίωξη
- (για υπολογιστές) αναμονή, αδρανοποίηση
Μεταφράσεις
αναστολή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.