αναμονή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναμονή | οι | αναμονές |
| γενική | της | αναμονής | των | αναμονών |
| αιτιατική | την | αναμονή | τις | αναμονές |
| κλητική | αναμονή | αναμονές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναμονή < μεσαιωνική ελληνική ἀναμονή < ἀναμένω
Ουσιαστικό
αναμονή θηλυκό
- το να περιμένεις να συμβεί κάτι
- η πολύωρη αναμονή στο αεροδρόμιο με κουράζει πολύ περισσότερο από την πτήση
- αίθουσα αναμονής
- το να περιμένεις να αδειάσει μια θέση για να την καταλάβεις εσύ
- δε βρήκε εισιτήριο για Λονδίνο, αλλά είναι σε λίστα αναμονής
- (σε κτήρια) το τμήμα της κολόνας από οπλισμένο σκυρόδεμα και οι σιδερένιες ράβδοι της που έχουν αφεθεί να εξέχουν στην ταράτσα ενός κτηρίου για την περίπτωση που χρειαστεί να προστεθεί ένας ακόμη όροφος
- (πληροφορική) η διακοπή της κανονικής λειτουργίας του υπολογιστή με την αποθήκευση όλων των αρχείων στη μνήμη και τη θέση του σε λειτουργία με ελάχιστη κατανάλωση ενέργειας
- λίστα αναμονής
- (για υπολογιστές) αναστολή, αδρανοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.