ανασηκωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανασηκωμένος | η | ανασηκωμένη | το | ανασηκωμένο |
| γενική | του | ανασηκωμένου | της | ανασηκωμένης | του | ανασηκωμένου |
| αιτιατική | τον | ανασηκωμένο | την | ανασηκωμένη | το | ανασηκωμένο |
| κλητική | ανασηκωμένε | ανασηκωμένη | ανασηκωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανασηκωμένοι | οι | ανασηκωμένες | τα | ανασηκωμένα |
| γενική | των | ανασηκωμένων | των | ανασηκωμένων | των | ανασηκωμένων |
| αιτιατική | τους | ανασηκωμένους | τις | ανασηκωμένες | τα | ανασηκωμένα |
| κλητική | ανασηκωμένοι | ανασηκωμένες | ανασηκωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανασηκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ανασηκώνω
Μετοχή
ανασηκωμένος, -η, -ο
- που έχει ανασηκωθεί
- που είναι ξαπλωμένος και στηρίζεται στους αγκώνες του
Μεταφράσεις
ανασηκωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.