σηκωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σηκωμένος η σηκωμένη το σηκωμένο
      γενική του σηκωμένου της σηκωμένης του σηκωμένου
    αιτιατική τον σηκωμένο τη σηκωμένη το σηκωμένο
     κλητική σηκωμένε σηκωμένη σηκωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σηκωμένοι οι σηκωμένες τα σηκωμένα
      γενική των σηκωμένων των σηκωμένων των σηκωμένων
    αιτιατική τους σηκωμένους τις σηκωμένες τα σηκωμένα
     κλητική σηκωμένοι σηκωμένες σηκωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /si.koˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σηκωμένος

Μετοχή

σηκωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.