αναπληρωματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναπληρωματικός | η | αναπληρωματική | το | αναπληρωματικό |
| γενική | του | αναπληρωματικού | της | αναπληρωματικής | του | αναπληρωματικού |
| αιτιατική | τον | αναπληρωματικό | την | αναπληρωματική | το | αναπληρωματικό |
| κλητική | αναπληρωματικέ | αναπληρωματική | αναπληρωματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναπληρωματικοί | οι | αναπληρωματικές | τα | αναπληρωματικά |
| γενική | των | αναπληρωματικών | των | αναπληρωματικών | των | αναπληρωματικών |
| αιτιατική | τους | αναπληρωματικούς | τις | αναπληρωματικές | τα | αναπληρωματικά |
| κλητική | αναπληρωματικοί | αναπληρωματικές | αναπληρωματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναπληρωματικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναπληρωματικός < αρχαία ελληνική ἀναπληρόω / ἀναπληρῶ < πληρόω / πληρῶ < πλήρης ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική supplémentaire, suppléant)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.na.pli.ɾo.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐πλη‐ρω‐μα‐τι‐κός
Επίθετο
αναπληρωματικός, -ή, -ό
- που είναι σχετικός με την αναπλήρωση, που αναπληρώνει, που αντικαθιστά, που υποκαθιστά
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αναπληρώνω και πλήρης
Μεταφράσεις
αναπληρωματικός
Αναφορές
- αναπληρωματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.